Σωκρατικῆς

Σωκρατικῆς
Σωκρατικός
Socratic
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • Φαίδων — Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Σωκράτη. Πήρε μέρος στον πόλεμο Ηλείων Σπαρτιατών (401 π.Χ.), αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες και ελευθερώθηκε με λύτρα που μαζεύτηκαν στην Αθήνα με προτροπή του Σωκράτη. Ιδρυτής της Ηλειακής Σωκρατικής… …   Dictionary of Greek

  • διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”